- κεχηνότως
- Κεχην-ότως, Adv., ([etym.] κέχηνα)A openmouthed, πιεῖν Moer.p.404 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεχηνότως — (Α) επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. τού χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»] … Dictionary of Greek